Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
σύμφρουρος
σύμφρων
συμφυγάς
συμφυής
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
συμφυλέτης
σύμφυλος
σύμφυρτος
συμφύρω
View word page
συμφροντίζω
συμφροντίζω fut. σω to have a joint care for, τινός Luc.
ShortDef
to have a joint care for
Debugging
Headword:
συμφροντίζω
Headword (normalized):
συμφροντίζω
Headword (normalized/stripped):
συμφροντιζω
IDX:
31007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31042
Key:
sumfronti/zw
Data
{'content': 'συμφροντίζω\n fut. σω\n to have a joint care for, τινός Luc.', 'key': 'sumfronti/zw'}