Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμφορά
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
σύμφρουρος
σύμφρων
συμφυγάς
συμφυής
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
συμφυλέτης
σύμφυλος
σύμφυρτος
View word page
συμφρόνησις
συμφρόνησις συμφρόνησις, Doric συμφρόνᾱσις, εως, agreement, union.

ShortDef

agreement, union

Debugging

Headword:
συμφρόνησις
Headword (normalized):
συμφρόνησις
Headword (normalized/stripped):
συμφρονησις
IDX:
31006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31041
Key:
sumfro/nhsis

Data

{'content': 'συμφρόνησις\n συμφρόνησις, Doric συμφρόνᾱσις, εως,\n agreement, union.', 'key': 'sumfro/nhsis'}