Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντενδίδωμι
ἀντεξάγω
ἀντεξαιτέω
ἀντεξελαύνω
ἀντεξέρχομαι
ἀντεξετάζω
ἀντεξιππεύω
ἀντεξόρμησις
ἀντεπάγω
ἀντεπαινέω
ἀντεπανάγομαι
ἀντεπαφίημι
ἀντέπειμι
ἀντεπεξάγω
ἀντεπέξειμι
ἀντεπεξελαύνω
ἀντεπεξέρχομαι
ἀντεπηχέω
ἀντεπιβουλεύω
ἀντεπιγράφω
ἀντεπιδείκνυμι
View word page
ἀντεπανάγομαι
ἀντεπανάγομαι Pass. to put to sea against, πρός τινα Thuc.

ShortDef

to put to sea against

Debugging

Headword:
ἀντεπανάγομαι
Headword (normalized):
ἀντεπανάγομαι
Headword (normalized/stripped):
αντεπαναγομαι
IDX:
3103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3104
Key:
a)ntepana/gomai

Data

{'content': 'ἀντεπανάγομαι\n Pass. to put to sea against, πρός τινα Thuc.', 'key': 'a)ntepana/gomai'}