Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
σύμφρουρος
σύμφρων
συμφυγάς
συμφυής
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
View word page
συμφράζομαι
συμφράζομαι act. συμ-φράζω fut. -άσομαι Epic -άσσομαι perf. -πέφρασμαι Mid.:— to join in considering, to take counsel with, c. dat., Od. τίς τοι συμφράσσατο βουλάς; who imparted his counsels to thee? Od. to contrive, Hes., Soph. Act. to mention at the same time, Strab.

ShortDef

to join in considering, to take counsel with

Debugging

Headword:
συμφράζομαι
Headword (normalized):
συμφράζομαι
Headword (normalized/stripped):
συμφραζομαι
IDX:
31003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31038
Key:
sumfra/zomai

Data

{'content': 'συμφράζομαι\n act. συμ-φράζω\n fut. -άσομαι\n Epic -άσσομαι\n perf. -πέφρασμαι\n Mid.:— to join in considering, to take counsel with, c. dat., Od.\n τίς τοι συμφράσσατο βουλάς; who imparted his counsels to thee? Od.\n to contrive, Hes., Soph.\n Act. to mention at the same time, Strab.', 'key': 'sumfra/zomai'}