Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
σύμφρουρος
σύμφρων
συμφυγάς
συμφυής
συμφύλαξ
View word page
συμφράδμων
συμφράδμων συμφράδμων, ονος, ὁ, ἡ, one who joins in considering, a counsellor, Il. in accord with, c. gen., Anth.

ShortDef

one who joins in considering, a counsellor

Debugging

Headword:
συμφράδμων
Headword (normalized):
συμφράδμων
Headword (normalized/stripped):
συμφραδμων
IDX:
31002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31037
Key:
sumfra/dmwn

Data

{'content': 'συμφράδμων\n συμφράδμων, ονος, ὁ, ἡ,\n one who joins in considering, a counsellor, Il.\n in accord with, c. gen., Anth.', 'key': 'sumfra/dmwn'}