Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμφιλοτιμέομαι
συμφλέγω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
σύμφρουρος
σύμφρων
View word page
συμφόρησις
συμφόρησις from συμφορέω συμφόρησις, εως, a bringing together, Plut.
ShortDef
a bringing together
Debugging
Headword:
συμφόρησις
Headword (normalized):
συμφόρησις
Headword (normalized/stripped):
συμφορησις
IDX:
30999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31034
Key:
sumfo/rhsis
Data
{'content': 'συμφόρησις\n from συμφορέω\n συμφόρησις, εως,\n a bringing together, Plut.', 'key': 'sumfo/rhsis'}