Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτιμέομαι
συμφλέγω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
σύμφρουρος
View word page
συμφορέω
συμφορέω fut. ήσω to bring together, to gather, collect, heap up, Hdt., Thuc., etc.:—Pass. to be collected, Plat.
ShortDef
to bring together, to gather, collect, heap up
Debugging
Headword:
συμφορέω
Headword (normalized):
συμφορέω
Headword (normalized/stripped):
συμφορεω
IDX:
30998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31033
Key:
sumfore/w
Data
{'content': 'συμφορέω\n fut. ήσω\n to bring together, to gather, collect, heap up, Hdt., Thuc., etc.:—Pass. to be collected, Plat.', 'key': 'sumfore/w'}