Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμφιλοκαλέω
συμφιλονικέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτιμέομαι
συμφλέγω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
View word page
συμφορά
συμφορά συμφορά, Ionic -ή, ἡ, συμφέρω III an event, circumstance, chance, hap, Hdt., Attic; αἱ ξ. τῶν βουλευμάτων the results, issues of the counsels, Soph.; ξυμφορᾶς ἵνʼ ἕσταμεν in what a hazardous state we are, Soph. esp. a mishap, mischance, misfortune, Hdt., Attic; συμφορῇ χρῆσθαι to be unfortunate, Hdt. in good sense, good luck, a happy issue, Trag.

ShortDef

an event, circumstance, misfortune, disaster

Debugging

Headword:
συμφορά
Headword (normalized):
συμφορά
Headword (normalized/stripped):
συμφορα
IDX:
30996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31031
Key:
sumfora/

Data

{'content': 'συμφορά\n συμφορά, Ionic -ή, ἡ,\n συμφέρω III\n an event, circumstance, chance, hap, Hdt., Attic; αἱ ξ. τῶν βουλευμάτων the results, issues of the counsels, Soph.; ξυμφορᾶς ἵνʼ ἕσταμεν in what a hazardous state we are, Soph.\n esp. a mishap, mischance, misfortune, Hdt., Attic; συμφορῇ χρῆσθαι to be unfortunate, Hdt.\n in good sense, good luck, a happy issue, Trag.', 'key': 'sumfora/'}