Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμφιλέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλονικέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτιμέομαι
συμφλέγω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράσσω
συμφρονέω
View word page
συμφονεύω
συμφονεύω fut. σω to join another in killing, c. dat., Eur.
ShortDef
to join in killing
Debugging
Headword:
συμφονεύω
Headword (normalized):
συμφονεύω
Headword (normalized/stripped):
συμφονευω
IDX:
30995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31030
Key:
sumfoneu/w
Data
{'content': 'συμφονεύω\n fut. σω\n to join another in killing, c. dat., Eur.', 'key': 'sumfoneu/w'}