Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύμφθογγος
συμφιλέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλονικέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτιμέομαι
συμφλέγω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράσσω
View word page
συμφοιτητής
συμφοιτητής συμφοιτητής, οῦ, ὁ, from συμφοιτάω a school-fellow, Plat., Xen.
ShortDef
a school-fellow
Debugging
Headword:
συμφοιτητής
Headword (normalized):
συμφοιτητής
Headword (normalized/stripped):
συμφοιτητης
IDX:
30994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31029
Key:
sumfoithth/s
Data
{'content': 'συμφοιτητής\n συμφοιτητής, οῦ, ὁ,\n from συμφοιτάω\n a school-fellow, Plat., Xen.', 'key': 'sumfoithth/s'}