Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμφθίνω
σύμφθογγος
συμφιλέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλονικέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτιμέομαι
συμφλέγω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
View word page
συμφοίτησις
συμφοίτησις from συμφοιτάω συμφοίτησις, εως, a going to school together, Aeschin.

ShortDef

a going to school together

Debugging

Headword:
συμφοίτησις
Headword (normalized):
συμφοίτησις
Headword (normalized/stripped):
συμφοιτησις
IDX:
30993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31028
Key:
sumfoi/thsis

Data

{'content': 'συμφοίτησις\n from συμφοιτάω\n συμφοίτησις, εως,\n a going to school together, Aeschin.', 'key': 'sumfoi/thsis'}