Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμφθείρω
συμφθίνω
σύμφθογγος
συμφιλέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλονικέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτιμέομαι
συμφλέγω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
συμφράδμων
View word page
συμφοιτάω
συμφοιτάω Ionic -έω fut. ήσω to go regularly to a place together, Hdt.: esp. to go to school together, Ar., Dem., etc.; τινί with one, Luc.

ShortDef

to go regularly to

Debugging

Headword:
συμφοιτάω
Headword (normalized):
συμφοιτάω
Headword (normalized/stripped):
συμφοιταω
IDX:
30992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31027
Key:
sumfoita/w

Data

{'content': 'συμφοιτάω\n Ionic -έω\n fut. ήσω\n to go regularly to a place together, Hdt.: esp. to go to school together, Ar., Dem., etc.; τινί with one, Luc.', 'key': 'sumfoita/w'}