Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμφθέγγομαι
συμφθείρω
συμφθίνω
σύμφθογγος
συμφιλέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλονικέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτιμέομαι
συμφλέγω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
View word page
συμφοβέω
συμφοβέω fut. ήσω to frighten at the same time: — Pass. to be afraid at the same time, Thuc.
ShortDef
to frighten at the same time
Debugging
Headword:
συμφοβέω
Headword (normalized):
συμφοβέω
Headword (normalized/stripped):
συμφοβεω
IDX:
30991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31026
Key:
sumfobe/w
Data
{'content': 'συμφοβέω\n fut. ήσω\n to frighten at the same time: — Pass. to be afraid at the same time, Thuc.', 'key': 'sumfobe/w'}