Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμφεύγω
σύμφημι
συμφθέγγομαι
συμφθείρω
συμφθίνω
σύμφθογγος
συμφιλέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλονικέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτιμέομαι
συμφλέγω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
View word page
συμφιλοτιμέομαι
συμφιλοτιμέομαι fut. ήσομαι Dep. to join in zealous efforts, Plut.
ShortDef
to join in zealous efforts
Debugging
Headword:
συμφιλοτιμέομαι
Headword (normalized):
συμφιλοτιμέομαι
Headword (normalized/stripped):
συμφιλοτιμεομαι
IDX:
30989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31024
Key:
sumfilotime/omai
Data
{'content': 'συμφιλοτιμέομαι\n fut. ήσομαι\n Dep. to join in zealous efforts, Plut.', 'key': 'sumfilotime/omai'}