Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμφέρω
συμφεύγω
σύμφημι
συμφθέγγομαι
συμφθείρω
συμφθίνω
σύμφθογγος
συμφιλέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλονικέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτιμέομαι
συμφλέγω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφορεύς
συμφορέω
View word page
συμφιλοσοφέω
συμφιλοσοφέω to join in philosophic study, Arist.
ShortDef
to join in philosophic study
Debugging
Headword:
συμφιλοσοφέω
Headword (normalized):
συμφιλοσοφέω
Headword (normalized/stripped):
συμφιλοσοφεω
IDX:
30988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31023
Key:
sumfilosofe/w
Data
{'content': 'συμφιλοσοφέω\n to join in philosophic study, Arist.', 'key': 'sumfilosofe/w'}