Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμφερτός
συμφέρω
συμφεύγω
σύμφημι
συμφθέγγομαι
συμφθείρω
συμφθίνω
σύμφθογγος
συμφιλέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλονικέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτιμέομαι
συμφλέγω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφορεύς
View word page
συμφιλονικέω
συμφιλονικέω fut. ήσω to take part in a dispute with, side with, τινί Plat., etc. absol. to join in a disputation, Plut.

ShortDef

take part with, side with, in a dispute

Debugging

Headword:
συμφιλονικέω
Headword (normalized):
συμφιλονικέω
Headword (normalized/stripped):
συμφιλονικεω
IDX:
30987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31022
Key:
sumfiloneike/w

Data

{'content': 'συμφιλονικέω\n fut. ήσω\n to take part in a dispute with, side with, τινί Plat., etc.\n absol. to join in a disputation, Plut.', 'key': 'sumfiloneike/w'}