Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύμπυκνος
συμπυνθάνομαι
συμπυρόω
συμφανής
συμφερόντως
συμφερτός
συμφέρω
συμφεύγω
σύμφημι
συμφθέγγομαι
συμφθείρω
συμφθίνω
σύμφθογγος
συμφιλέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλονικέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτιμέομαι
συμφλέγω
συμφοβέω
συμφοιτάω
View word page
συμφθείρω
συμφθείρω to destroy together or altogether, Eur., Luc.

ShortDef

to destroy together

Debugging

Headword:
συμφθείρω
Headword (normalized):
συμφθείρω
Headword (normalized/stripped):
συμφθειρω
IDX:
30982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31017
Key:
sumfqei/rw

Data

{'content': 'συμφθείρω\n to destroy together or altogether, Eur., Luc.', 'key': 'sumfqei/rw'}