Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπροπέμπω
συμπροσψαύω
συμπτύσσω
σύμπτωμα
σύμπτωσις
σύμπυκνος
συμπυνθάνομαι
συμπυρόω
συμφανής
συμφερόντως
συμφερτός
συμφέρω
συμφεύγω
σύμφημι
συμφθέγγομαι
συμφθείρω
συμφθίνω
σύμφθογγος
συμφιλέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλονικέω
View word page
συμφερτός
συμφερτός συμ-φερτός, ή, όν united, banded together, Il.
ShortDef
united, banded together
Debugging
Headword:
συμφερτός
Headword (normalized):
συμφερτός
Headword (normalized/stripped):
συμφερτος
IDX:
30977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31012
Key:
sumferto/s
Data
{'content': 'συμφερτός\n συμ-φερτός, ή, όν\n united, banded together, Il.', 'key': 'sumferto/s'}