Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπροξενέω
συμπροπέμπω
συμπροσψαύω
συμπτύσσω
σύμπτωμα
σύμπτωσις
σύμπυκνος
συμπυνθάνομαι
συμπυρόω
συμφανής
συμφερόντως
συμφερτός
συμφέρω
συμφεύγω
σύμφημι
συμφθέγγομαι
συμφθείρω
συμφθίνω
σύμφθογγος
συμφιλέω
συμφιλοκαλέω
View word page
συμφερόντως
συμφερόντως adverb from part. pres. of συμφέρω profitably, Isocr.

ShortDef

profitably

Debugging

Headword:
συμφερόντως
Headword (normalized):
συμφερόντως
Headword (normalized/stripped):
συμφεροντως
IDX:
30976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31011
Key:
sumfero/ntws

Data

{'content': 'συμφερόντως\n adverb from part. pres. of συμφέρω\n profitably, Isocr.', 'key': 'sumfero/ntws'}