Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντεμπίπλημι
ἀντεμπίπρημι
ἀντέμφασις
ἀντενδίδωμι
ἀντεξάγω
ἀντεξαιτέω
ἀντεξελαύνω
ἀντεξέρχομαι
ἀντεξετάζω
ἀντεξιππεύω
ἀντεξόρμησις
ἀντεπάγω
ἀντεπαινέω
ἀντεπανάγομαι
ἀντεπαφίημι
ἀντέπειμι
ἀντεπεξάγω
ἀντεπέξειμι
ἀντεπεξελαύνω
ἀντεπεξέρχομαι
ἀντεπηχέω
View word page
ἀντεξόρμησις
ἀντεξόρμησις ἐξορμάω a sailing against, Thuc.: a mode of attack, Plut.

ShortDef

a sailing against

Debugging

Headword:
ἀντεξόρμησις
Headword (normalized):
ἀντεξόρμησις
Headword (normalized/stripped):
αντεξορμησις
IDX:
3100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3101
Key:
a)nteco/rmhsis

Data

{'content': 'ἀντεξόρμησις\n ἐξορμάω\n a sailing against, Thuc.: a mode of attack, Plut.', 'key': 'a)nteco/rmhsis'}