Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπρόεδρος
συμπροθυμέομαι
συμπροξενέω
συμπροπέμπω
συμπροσψαύω
συμπτύσσω
σύμπτωμα
σύμπτωσις
σύμπυκνος
συμπυνθάνομαι
συμπυρόω
συμφανής
συμφερόντως
συμφερτός
συμφέρω
συμφεύγω
σύμφημι
συμφθέγγομαι
συμφθείρω
συμφθίνω
σύμφθογγος
View word page
συμπυρόω
συμπυρόω to burn up with or together, Eur.
ShortDef
to burn up with
Debugging
Headword:
συμπυρόω
Headword (normalized):
συμπυρόω
Headword (normalized/stripped):
συμπυροω
IDX:
30974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31009
Key:
sumpuro/w
Data
{'content': 'συμπυρόω\n to burn up with or together, Eur.', 'key': 'sumpuro/w'}