Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύμπρεσβυς
συμπρεσβύτερος
συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπρόεδρος
συμπροθυμέομαι
συμπροξενέω
συμπροπέμπω
συμπροσψαύω
συμπτύσσω
σύμπτωμα
σύμπτωσις
σύμπυκνος
συμπυνθάνομαι
συμπυρόω
συμφανής
συμφερόντως
συμφερτός
συμφέρω
συμφεύγω
σύμφημι
View word page
σύμπτωμα
σύμπτωμα σύμπτωμα, ατος, τό, συμπίπτω a chance, casualty, Arist.: in bad sense, a mishap, mischance, Thuc.
ShortDef
a chance, casualty
Debugging
Headword:
σύμπτωμα
Headword (normalized):
σύμπτωμα
Headword (normalized/stripped):
συμπτωμα
IDX:
30970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31005
Key:
su/mptwma
Data
{'content': 'σύμπτωμα\n σύμπτωμα, ατος, τό,\n συμπίπτω\n a chance, casualty, Arist.: in bad sense, a mishap, mischance, Thuc.', 'key': 'su/mptwma'}