Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρεσβύτερος
συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπρόεδρος
συμπροθυμέομαι
συμπροξενέω
συμπροπέμπω
συμπροσψαύω
συμπτύσσω
σύμπτωμα
σύμπτωσις
σύμπυκνος
συμπυνθάνομαι
συμπυρόω
συμφανής
συμφερόντως
συμφερτός
View word page
συμπροπέμπω
συμπροπέμπω fut. ψω to join in escorting, Hdt., Ar., etc.; σ. τινὰ ναυσίν Thuc.

ShortDef

to join in escorting

Debugging

Headword:
συμπροπέμπω
Headword (normalized):
συμπροπέμπω
Headword (normalized/stripped):
συμπροπεμπω
IDX:
30967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31002
Key:
sumprope/mpw

Data

{'content': 'συμπροπέμπω\n fut. ψω\n to join in escorting, Hdt., Ar., etc.; σ. τινὰ ναυσίν Thuc.', 'key': 'sumprope/mpw'}