Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀβέλτερος
ἀβίαστος
ἄβιος
ἀβίωτος
ἀβλάβεια
ἀβλαβής
ἀβλέφαρος
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρός
ἀβληχρώδης
ἀβοήθητος
ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβόσκητος
ἀβουκόλητος
ἀβουλέω
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
View word page
ἀβληχρός
ἀβληχρός a_euphon βληχρός weak, feeble, Il.; ἀβλ. θάνατος an easy death in ripe old age, opp. to a violent one, Od.

ShortDef

weak, feeble

Debugging

Headword:
ἀβληχρός
Headword (normalized):
ἀβληχρός
Headword (normalized/stripped):
αβληχρος
IDX:
31
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31
Key:
a)blhxro/s

Data

{'content': 'ἀβληχρός\n a_euphon βληχρός\n weak, feeble, Il.; ἀβλ. θάνατος an easy death in ripe old age, opp. to a violent one, Od.', 'key': 'a)blhxro/s'}