Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπείθω
συμπράκτωρ
συμπράσσω
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρεσβύτερος
συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπρόεδρος
συμπροθυμέομαι
συμπροξενέω
συμπροπέμπω
συμπροσψαύω
συμπτύσσω
σύμπτωμα
σύμπτωσις
σύμπυκνος
συμπυνθάνομαι
View word page
συμπροάγω
συμπροάγω fut. ξω to lead forward together: intr. to move forward with or together, Plut.
ShortDef
to lead forward together
Debugging
Headword:
συμπροάγω
Headword (normalized):
συμπροάγω
Headword (normalized/stripped):
συμπροαγω
IDX:
30963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30998
Key:
sumproa/gw
Data
{'content': 'συμπροάγω\n fut. ξω\n to lead forward together: intr. to move forward with or together, Plut.', 'key': 'sumproa/gw'}