Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπάσχω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπεδάω
συμπείθω
συμπράκτωρ
συμπράσσω
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρεσβύτερος
συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπρόεδρος
συμπροθυμέομαι
συμπροξενέω
συμπροπέμπω
συμπροσψαύω
συμπτύσσω
View word page
συμπρεσβεύω
συμπρεσβεύω fut. σω to be a fellow-ambassador, be joined or associated with on an embassy, Dem., Aeschin.: Mid. to join in sending an embassy, Thuc.
ShortDef
to be a fellow-ambassador, be joined
Debugging
Headword:
συμπρεσβεύω
Headword (normalized):
συμπρεσβεύω
Headword (normalized/stripped):
συμπρεσβευω
IDX:
30959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30994
Key:
sumpresbeu/w
Data
{'content': 'συμπρεσβεύω\n fut. σω\n to be a fellow-ambassador, be joined or associated with on an embassy, Dem., Aeschin.: Mid. to join in sending an embassy, Thuc.', 'key': 'sumpresbeu/w'}