Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπότης
συμποτικός
συμπραγματεύομαι
σύμπας
συμπάσχω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπεδάω
συμπείθω
συμπράκτωρ
συμπράσσω
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρεσβύτερος
συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπρόεδρος
συμπροθυμέομαι
View word page
συμπράσσω
συμπράσσω Attic -ττω Ionic -πρήσσω fut. ξω to join or help in doing, τί τινι Aesch., Eur., etc.; σ. τινὶ τἀγαθά to assist one in procuring what is good, Arist.: —c. acc. rei only, Soph.; σ. εἰρήνην to help in negotiating peace, Xen.; c. dat. pers. only, to act with, cooperate with, τινί Thuc., etc. absol. to lend aid, cooperate, Soph., Xen., etc.; οἱ ξυμπράσσοντες the confederates, Thuc. intr., σὺν κακῶς πράσσοντι συμπράσσειν κακῶς to share in anotherʼs woe, Eur. Mid. to assist in avenging, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τῆς Ἑλένης ἁρπαγάς Hdt.

ShortDef

to join or help in doing

Debugging

Headword:
συμπράσσω
Headword (normalized):
συμπράσσω
Headword (normalized/stripped):
συμπρασσω
IDX:
30955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30990
Key:
sumpra/ssw

Data

{'content': 'συμπράσσω\n Attic -ττω\n Ionic -πρήσσω\n fut. ξω\n to join or help in doing, τί τινι Aesch., Eur., etc.; σ. τινὶ τἀγαθά to assist one in procuring what is good, Arist.: —c. acc. rei only, Soph.; σ. εἰρήνην to help in negotiating peace, Xen.; c. dat. pers. only, to act with, cooperate with, τινί Thuc., etc.\n absol. to lend aid, cooperate, Soph., Xen., etc.; οἱ ξυμπράσσοντες the confederates, Thuc.\n intr., σὺν κακῶς πράσσοντι συμπράσσειν κακῶς to share in anotherʼs woe, Eur.\n Mid. to assist in avenging, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τῆς Ἑλένης ἁρπαγάς Hdt.', 'key': 'sumpra/ssw'}