Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
συμπραγματεύομαι
σύμπας
συμπάσχω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπεδάω
συμπείθω
συμπράκτωρ
συμπράσσω
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρεσβύτερος
συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπρόεδρος
View word page
συμπράκτωρ
συμπράκτωρ συμπράκτωρ, Ionic -πρήκτωρ, ορος, ὁ, a helper, assistant, Hdt., Xen.: c. gen. rei, σ. ὁδοῦ a companion in travel, Soph.
ShortDef
a helper, assistant
Debugging
Headword:
συμπράκτωρ
Headword (normalized):
συμπράκτωρ
Headword (normalized/stripped):
συμπρακτωρ
IDX:
30954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30989
Key:
sumpra/ktwr
Data
{'content': 'συμπράκτωρ\n συμπράκτωρ, Ionic -πρήκτωρ, ορος, ὁ,\n \n a helper, assistant, Hdt., Xen.: c. gen. rei, σ. ὁδοῦ a companion in travel, Soph.', 'key': 'sumpra/ktwr'}