Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
συμπραγματεύομαι
σύμπας
συμπάσχω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπεδάω
συμπείθω
συμπράκτωρ
συμπράσσω
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρεσβύτερος
συμπρίασθαι
συμπροάγω
View word page
συμπείθω
συμπείθω fut. σω to join or assist in persuading, Xen.;—also, σ. τοῦ μὴ ἀθυμεῖν to help in persuading against despair, Thuc.:—Pass. to allow oneself to be persuaded at the same time, Aeschin.

ShortDef

to win by persuasion

Debugging

Headword:
συμπείθω
Headword (normalized):
συμπείθω
Headword (normalized/stripped):
συμπειθω
IDX:
30953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30988
Key:
sumpei/qw

Data

{'content': 'συμπείθω\n fut. σω\n to join or assist in persuading, Xen.;—also, σ. τοῦ μὴ ἀθυμεῖν to help in persuading against despair, Thuc.:—Pass. to allow oneself to be persuaded at the same time, Aeschin.', 'key': 'sumpei/qw'}