Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμποσία
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
συμπραγματεύομαι
σύμπας
συμπάσχω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπεδάω
συμπείθω
συμπράκτωρ
συμπράσσω
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρεσβύτερος
View word page
συμπατέω
συμπατέω fut. ήσω to tread together, trample under foot, Babr.:—Pass. to be trampled under foot, Aeschin.
ShortDef
to tread together, trample under foot
Debugging
Headword:
συμπατέω
Headword (normalized):
συμπατέω
Headword (normalized/stripped):
συμπατεω
IDX:
30951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30986
Key:
sumpate/w
Data
{'content': 'συμπατέω\n fut. ήσω\n to tread together, trample under foot, Babr.:—Pass. to be trampled under foot, Aeschin.', 'key': 'sumpate/w'}