Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπορίζω
συμποσία
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
συμπραγματεύομαι
σύμπας
συμπάσχω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπεδάω
συμπείθω
συμπράκτωρ
συμπράσσω
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
View word page
συμπατάσσω
συμπατάσσω fut. ξω to strike with or together, Eur.
ShortDef
to strike with
Debugging
Headword:
συμπατάσσω
Headword (normalized):
συμπατάσσω
Headword (normalized/stripped):
συμπατασσω
IDX:
30950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30985
Key:
sumpata/ssw
Data
{'content': 'συμπατάσσω\n fut. ξω\n to strike with or together, Eur.', 'key': 'sumpata/ssw'}