Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπορθέω
συμπορίζω
συμποσία
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
συμπραγματεύομαι
σύμπας
συμπάσχω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπεδάω
συμπείθω
συμπράκτωρ
συμπράσσω
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
View word page
συμπάσχω
συμπάσχω fut. -πείσομαι perf. -πέπονθα aor2 συνεπάθον to suffer together, be affected by the same thing, Plat. to have a fellow-feeling, sympathise, feel sympathy, Plat.

ShortDef

to suffer together, be affected by the same thing

Debugging

Headword:
συμπάσχω
Headword (normalized):
συμπάσχω
Headword (normalized/stripped):
συμπασχω
IDX:
30949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30984
Key:
sumpa/sxw

Data

{'content': 'συμπάσχω\n fut. -πείσομαι\n perf. -πέπονθα\n aor2 συνεπάθον\n to suffer together, be affected by the same thing, Plat.\n to have a fellow-feeling, sympathise, feel sympathy, Plat.', 'key': 'sumpa/sxw'}