Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμποσία
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
συμπραγματεύομαι
σύμπας
συμπάσχω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπεδάω
συμπείθω
συμπράκτωρ
συμπράσσω
συμπρεπής
συμπρέπω
View word page
συμπραγματεύομαι
συμπραγματεύομαι fut. -εύσομαι Dep. to assist in transacting business, c. dat. pers., Plut.

ShortDef

to assist in transacting

Debugging

Headword:
συμπραγματεύομαι
Headword (normalized):
συμπραγματεύομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπραγματευομαι
IDX:
30947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30982
Key:
sumpragmateu/omai

Data

{'content': 'συμπραγματεύομαι\n fut. -εύσομαι\n Dep. to assist in transacting business, c. dat. pers., Plut.', 'key': 'sumpragmateu/omai'}