Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμποσία
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
συμπραγματεύομαι
σύμπας
συμπάσχω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπεδάω
συμπείθω
συμπράκτωρ
συμπράσσω
συμπρεπής
View word page
συμποτικός
συμποτικός from συμπότης συμποτικός, ή, όν of or for a συμπόσιον, convivial, jolly, Ar.; σ. ἁρμονίαι airs suited for drinking songs, Plat.:— συμποτικός a jolly fellow, Ar.:—comp. -ώτερος, Sup. -ώτατος, Luc.

ShortDef

of or for a συμπόσιον, convivial, jolly

Debugging

Headword:
συμποτικός
Headword (normalized):
συμποτικός
Headword (normalized/stripped):
συμποτικος
IDX:
30946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30981
Key:
sumpotiko/s

Data

{'content': 'συμποτικός\n from συμπότης\n συμποτικός, ή, όν\n of or for a συμπόσιον, convivial, jolly, Ar.; σ. ἁρμονίαι airs suited for drinking songs, Plat.:— συμποτικός a jolly fellow, Ar.:—comp. -ώτερος, Sup. -ώτατος, Luc.', 'key': 'sumpotiko/s'}