συμποτικός
from συμπότης
συμποτικός, ή, όν
of or for a συμπόσιον, convivial, jolly, Ar.; σ. ἁρμονίαι airs suited for drinking songs, Plat.:— συμποτικός a jolly fellow, Ar.:—comp. -ώτερος, Sup. -ώτατος, Luc.
{'content': 'συμποτικός\n from συμπότης\n συμποτικός, ή, όν\n of or for a συμπόσιον, convivial, jolly, Ar.; σ. ἁρμονίαι airs suited for drinking songs, Plat.:— συμποτικός a jolly fellow, Ar.:—comp. -ώτερος, Sup. -ώτατος, Luc.', 'key': 'sumpotiko/s'}