Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμποσία
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
συμπραγματεύομαι
σύμπας
συμπάσχω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπεδάω
συμπείθω
συμπράκτωρ
συμπράσσω
View word page
συμπότης
συμπότης συμπότης, ου, ὁ, συμπίνω a fellow-drinker, boon-companion, Hdt., Eur.
ShortDef
a fellow-drinker, boon-companion
Debugging
Headword:
συμπότης
Headword (normalized):
συμπότης
Headword (normalized/stripped):
συμποτης
IDX:
30945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30980
Key:
sumpo/ths
Data
{'content': 'συμπότης\n συμπότης, ου, ὁ,\n συμπίνω\n a fellow-drinker, boon-companion, Hdt., Eur.', 'key': 'sumpo/ths'}