Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπολιτεύω
συμπολίτης
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμποσία
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
συμπραγματεύομαι
σύμπας
συμπάσχω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπεδάω
View word page
συμποσιαρχέω
συμποσιαρχέω to be a συμποσίαρχος, Arist.
ShortDef
to be a συμποσίαρχος
Debugging
Headword:
συμποσιαρχέω
Headword (normalized):
συμποσιαρχέω
Headword (normalized/stripped):
συμποσιαρχεω
IDX:
30942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30977
Key:
sumposiarxe/w
Data
{'content': 'συμποσιαρχέω\n to be a συμποσίαρχος, Arist.', 'key': 'sumposiarxe/w'}