Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολιτεύω
συμπολίτης
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμποσία
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
συμπραγματεύομαι
σύμπας
συμπάσχω
συμπατάσσω
View word page
συμπορίζω
συμπορίζω fut. σω to help in procuring, Thuc.:— Mid. to do so for oneself, Thuc.

ShortDef

to help in procuring

Debugging

Headword:
συμπορίζω
Headword (normalized):
συμπορίζω
Headword (normalized/stripped):
συμποριζω
IDX:
30940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30975
Key:
sumpori/zw

Data

{'content': 'συμπορίζω\n fut. σω\n to help in procuring, Thuc.:— Mid. to do so for oneself, Thuc.', 'key': 'sumpori/zw'}