Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολιτεύω
συμπολίτης
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμποσία
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
συμπραγματεύομαι
σύμπας
συμπάσχω
View word page
συμπορθέω
συμπορθέω fut. ήσω to help to destroy, c. dat. pers., Eur.; οἱ συμπεπορθημένοι involved in like ruin, Strab.
ShortDef
to help to destroy
Debugging
Headword:
συμπορθέω
Headword (normalized):
συμπορθέω
Headword (normalized/stripped):
συμπορθεω
IDX:
30939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30974
Key:
sumporqe/w
Data
{'content': 'συμπορθέω\n fut. ήσω\n to help to destroy, c. dat. pers., Eur.; οἱ συμπεπορθημένοι involved in like ruin, Strab.', 'key': 'sumporqe/w'}