Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολιτεύω
συμπολίτης
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμποσία
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
συμπραγματεύομαι
σύμπας
View word page
συμπορεύομαι
συμπορεύομαι fut. -εύσομαι aor1 συνεπορεύθην Dep.: to go or journey together, Eur.; τινι with one, Xen., etc. to come together, of the Senate, Polyb.
ShortDef
to go
Debugging
Headword:
συμπορεύομαι
Headword (normalized):
συμπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπορευομαι
IDX:
30938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30973
Key:
sumporeu/omai
Data
{'content': 'συμπορεύομαι\n fut. -εύσομαι\n aor1 συνεπορεύθην\n Dep.: to go or journey together, Eur.; τινι with one, Xen., etc.\n to come together, of the Senate, Polyb.', 'key': 'sumporeu/omai'}