Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολιτεύω
συμπολίτης
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμποσία
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
συμπραγματεύομαι
View word page
συμπονηρεύομαι
συμπονηρεύομαι Dep. to join others in villainy, c. dat. pers., Isocr.
ShortDef
join others in villainy
Debugging
Headword:
συμπονηρεύομαι
Headword (normalized):
συμπονηρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπονηρευομαι
IDX:
30937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30972
Key:
sumponhreu/omai
Data
{'content': 'συμπονηρεύομαι\n Dep. to join others in villainy, c. dat. pers., Isocr.', 'key': 'sumponhreu/omai'}