Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμποιέω
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολιτεύω
συμπολίτης
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμποσία
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
View word page
συμπονέω
συμπονέω fut. ήσω, to work with or together, to take part in labouring, τινί with one, Aesch., Soph., etc.: also, σ. κακοῖς to take part in evils, Eur.:—absol. to labour or suffer together, Soph., etc.

ShortDef

to work with

Debugging

Headword:
συμπονέω
Headword (normalized):
συμπονέω
Headword (normalized/stripped):
συμπονεω
IDX:
30936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30971
Key:
sumpone/w

Data

{'content': 'συμπονέω\n fut. ήσω,\n to work with or together, to take part in labouring, τινί with one, Aesch., Soph., etc.: also, σ. κακοῖς to take part in evils, Eur.:—absol. to labour or suffer together, Soph., etc.', 'key': 'sumpone/w'}