Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολιτεύω
συμπολίτης
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμποσία
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
View word page
συμπομπεύω
συμπομπεύω fut. σω to accompany in a procession, to escort, Aeschin.
ShortDef
to accompany in a procession, to escort
Debugging
Headword:
συμπομπεύω
Headword (normalized):
συμπομπεύω
Headword (normalized/stripped):
συμπομπευω
IDX:
30935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30970
Key:
sumpompeu/w
Data
{'content': 'συμπομπεύω\n fut. σω\n to accompany in a procession, to escort, Aeschin.', 'key': 'sumpompeu/w'}