Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύμπνοος
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολιτεύω
συμπολίτης
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμποσία
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
View word page
σύμπολλοι
σύμπολλοι σύμ-πολλοι, αι, α, many together, Plat.

ShortDef

many together

Debugging

Headword:
σύμπολλοι
Headword (normalized):
σύμπολλοι
Headword (normalized/stripped):
συμπολλοι
IDX:
30934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30969
Key:
su/mpolloi

Data

{'content': 'σύμπολλοι\n σύμ-πολλοι, αι, α,\n many together, Plat.', 'key': 'su/mpolloi'}