Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπνίγω
σύμπνοος
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολιτεύω
συμπολίτης
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμποσία
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
View word page
συμπολίτης
συμπολίτης συμ-πολί_της, ου, ὁ, a fellow-citizen, Eur.
ShortDef
a fellow-citizen
Debugging
Headword:
συμπολίτης
Headword (normalized):
συμπολίτης
Headword (normalized/stripped):
συμπολιτης
IDX:
30933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30968
Key:
sumpoli/ths
Data
{'content': 'συμπολίτης\n συμ-πολί_της, ου, ὁ,\n a fellow-citizen, Eur.', 'key': 'sumpoli/ths'}