Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπνέω
συμπνίγω
σύμπνοος
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολιτεύω
συμπολίτης
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμποσία
συμποσιαρχέω
View word page
συμπολιτεύω
συμπολιτεύω fut. σω to live as fellow-citizens or members of one state, τισί with others, Thuc.:—Mid., οἱ συμπολιτευόμενοι oneʼs fellow-citizens, Isocr.

ShortDef

to live as fellow-citizens

Debugging

Headword:
συμπολιτεύω
Headword (normalized):
συμπολιτεύω
Headword (normalized/stripped):
συμπολιτευω
IDX:
30932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30967
Key:
sumpoliteu/w

Data

{'content': 'συμπολιτεύω\n fut. σω\n to live as fellow-citizens or members of one state, τισί with others, Thuc.:—Mid., οἱ συμπολιτευόμενοι oneʼs fellow-citizens, Isocr.', 'key': 'sumpoliteu/w'}