Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύμπλοος
συμπνέω
συμπνίγω
σύμπνοος
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολιτεύω
συμπολίτης
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμποσία
View word page
συμπολιτεία
συμπολιτεία συμ-πολῑτεία, ἡ, a federal union of states, a confederacy, league, Polyb.

ShortDef

a federal union

Debugging

Headword:
συμπολιτεία
Headword (normalized):
συμπολιτεία
Headword (normalized/stripped):
συμπολιτεια
IDX:
30931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30966
Key:
sumpolitei/a

Data

{'content': 'συμπολιτεία\n συμ-πολῑτεία, ἡ,\n a federal union of states, a confederacy, league, Polyb.', 'key': 'sumpolitei/a'}