Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
συμπνίγω
σύμπνοος
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολιτεύω
συμπολίτης
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
View word page
συμπολιορκέω
συμπολιορκέω fut. ήσω to join in besieging, to besiege jointly, Hdt., Thuc., etc.
ShortDef
to join in besieging, to besiege jointly
Debugging
Headword:
συμπολιορκέω
Headword (normalized):
συμπολιορκέω
Headword (normalized/stripped):
συμπολιορκεω
IDX:
30930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30965
Key:
sumpoliorke/w
Data
{'content': 'συμπολιορκέω\n fut. ήσω\n to join in besieging, to besiege jointly, Hdt., Thuc., etc.', 'key': 'sumpoliorke/w'}