Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
συμπνίγω
σύμπνοος
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολιτεύω
συμπολίτης
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
View word page
συμπολίζω
συμπολίζω to unite into one city:—Pass., Strab.

ShortDef

to unite into one city

Debugging

Headword:
συμπολίζω
Headword (normalized):
συμπολίζω
Headword (normalized/stripped):
συμπολιζω
IDX:
30929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30964
Key:
sumpoli/zw

Data

{'content': 'συμπολίζω\n to unite into one city:—Pass., Strab.', 'key': 'sumpoli/zw'}