Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπληθύω
συμπληρόω
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
συμπνίγω
σύμπνοος
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολιτεύω
συμπολίτης
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
View word page
συμποιμαίνω
συμποιμαίνω Mid.Pass. to feed together, Eur.
ShortDef
to be a shepherd with; mid. feed, herd together
Debugging
Headword:
συμποιμαίνω
Headword (normalized):
συμποιμαίνω
Headword (normalized/stripped):
συμποιμαινω
IDX:
30927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30962
Key:
sumpoimai/nomai
Data
{'content': 'συμποιμαίνω\n Mid.Pass. to feed together, Eur.', 'key': 'sumpoimai/nomai'}