Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπληθύνω
συμπληθύω
συμπληρόω
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
συμπνίγω
σύμπνοος
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολιτεύω
συμπολίτης
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
View word page
συμποιέω
συμποιέω fut. ήσω to help in doing a thing, Isae.
ShortDef
to help in doing; to create, compose with
Debugging
Headword:
συμποιέω
Headword (normalized):
συμποιέω
Headword (normalized/stripped):
συμποιεω
IDX:
30926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30961
Key:
sumpoie/w
Data
{'content': 'συμποιέω\n fut. ήσω\n to help in doing a thing, Isae.', 'key': 'sumpoie/w'}